- πίμπλημι
- και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ.β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ' ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.)2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ' αν τήν γνάθον πλήσειέ μου», Ευρ.)αρχ.1. παθ. πίμπλαμαιπληρούμαι, γεμίζω («ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)2. (για θηλ. ζώα) μένω έγκυος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πί-μ-πλη-μι με ενεστ. διπλασιασμό πι- και έρρινο ένθημα -μ- (πρβλ. πί-μ-πρημι) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *plē- / *pelә1- / *pel- «πληρώ,γεμίζω» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. prnāti, αβεστ. ham-pā-frāi-ti και τα λατ. pleο / plenus. Ο θεματ. αόρ. του ρ. πλῆτο—που πρέπει να διακριθεί από τον αόρ. πλήτο (< *plā-) τού πελάζω*— συνδέεται με τον αντίστοιχο αρχ. ινδ. a-prāt, ενώ ο σιγματικός αόρ. ἔ-πλησ-ε με τον αρχ. ινδ. a-prās. Ο αιολ. τ. του γ' πληθ. πίμπλεισι και ο ιων. τ. μτχ. θηλ. πιμπλεῖσαι ανάγονται είτε σε θ. *plē είτε σε θ. *plә1-. Οι τ. της μέσης φωνής με βραχύ -α-, πίμπλαμαι, πίμπλαμεν αποτελούν ελληνική καινοτομία. Το -σ- στον σχηματισμό τού παθ. αορ. ἐ-πλή-σ-θην (πρβλ. ἐμνήσθην) οφείλεται σε αναλογική επέκταση από παθ. αορ. που είχαν στο θ. -σ- (πρβλ. ζώννυμι: ἐζώσθην). Σε αναλογική επέκταση οφείλεται και το -σ- τού παθ. παρακμ. πέπλησμαι. Οι ενεστ. τ. πιμπλάω και πιμπλέω αποτελούν θεματικές συνηρημένες μορφές τού πίμπλημι, ενώ ο ενεστ. πίπλω θεματική μορφή χωρίς έρρινο ένθημα. Από το ρ. πίμπλημι παράγονται τα επίθ. πλέως* και πλήρης*, όπως και ο ενεστ. πλήθω* και το ουσ. πλήθος*. Στην ίδια ρίζα, τέλος, ανάγονται τα: πλείων*, πλήμνη* και πολύς*].
Dictionary of Greek. 2013.